Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

Η τελευταία μάχη του Πλαστήρα στον Τσεσμέ

Η τελευταία μάχη στη Μικρά Ασία δόθηκε από τον Πλαστήρα (τον Καραπιπέρ όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι) μέ τό Σεϊτάν Ασκέρ (τό 5/42 των ευζώνων του) κοντά στον Τσεσμέ, στήν περιοχή Σταυρός (Ζέγκουϊ στά τουρκικά) Εκεί πολέμησε ο Πλαστήρας, σέ μία προσπάθεια νά προστατέψει τά τελευταία τμήματα του στρατού μας πού υποχωρούσαν πρός τήν σωτηρία των πλοίων. Οι Τσέτες αποδεκατίστηκαν καί μάλιστα αργότερα, οι Τούρκοι έστησαν μνημείο εκεί πού μαρτυρά τήν τελευταία μάχη καί τόν χαμό 147 Τούρκων ιππέων. Ο Γιάννης Καψής περιγράψει τη μάχη του Σταυρού, σύμφωνα μέ διήγηση του ηρωϊκού συνταγματάρχη: «Το πρωί της 28ης Αυγούστου το 5/42 έφθασε στον Σταυρό εκεί που ο δρόμος χωρίζει προς τον Τσεσμέ. Σ” όλη τη μαρτυρική πορεία του έμενε μακριά από τη μάζα του Νότιου Συγκροτήματος. Ο πανικός είναι μια ασθένεια μεταδοτική και ο Πλαστήρας ήταν αποφασισμένος να κρατήσει το Σύνταγμα του μέχρι τέλους. Και το κατόρθωσε, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα της αυτοθυσίας. Για δέκα πέντε ημέρες είναι πάνω στ” άλογό του. Έφιππος τρώγει ότι του φέρνουν οι άνδρες του, κάτι ελάχιστο – μήπως έχουν κι οι Τσολιάδες μας να φάνε; Έχουν πετάξει τα πάντα, καζάνια, τρόφιμα, καραβάνες. Μόνον τα όπλα και τα φυσίγγια τους κρατούν και μαζεύουν στον δρόμο φρούτα, στα χωριά κανένα καρβέλι ψωμί – τρώγουν όποτε έχουν, αλλά πολεμούν πάντοτε με την ίδια ορμή, που έχει προκαλέσει το δέος, τον τρόμο στους Τούρκους. Κι ο Πλαστήρας μένει ακλόνητος πάνω στ” άλογό του. Παρακολουθεί τα πάντα, εμψυχώνει τους άνδρες του. Και, πολλές φορές την νύκτα τους αφήνει να κοιμηθούν χωρίς να βγάλουν σκοπιές. Μένει ο ίδιος άγρυπνος πάνω στ” άλογό του, φροντίζοντας για τα παλικάρια του – μάρτυρες οι ίδιοι οι άνδρες του 5/42, που τον είχαν δει με τα μάτια τους στο καραούλι. Είχε γίνει κάτισχνος, τα οστά του προσώπου του ξεχώριζαν κάτω από την ηλιοκαμένη, την μαυρειδερή επιδερμίδα του. Μόνον το βλέμμα του διατηρούσε την παλιά εκείνη λάμψη… Θα πίστευε κανείς, ότι ήταν έτοιμος να σωριασθεί νεκρός. Εκεί, στο Σταυρό, το 5/42 στάθηκε και πάλι. Οι πρόσφυγες είχαν βραδυπορήσει, μια ατέλειωτη φάλαγγα ξεκινούσε από τη ζωσμένη στις φλόγες Σμύρνη ως το Τσεσμέ. Κάποιος έπρεπε να τους βοηθήσει,να τους προστατεύσει από τους Τσέτες, που ορμούσαν εναντίον τους σαν τα τσακάλια. Έπιασαν μετερίζια οι Τσολιάδες μας και περίμεναν τη φάλαγγα των προσφύγων να περάσει. Κι εκεί τους απονεμήθηκε το πολυτιμότερο παράσημο, που μπορεί να ποθήσει ένας πολεμιστής: Οι τρομαγμένοι, οι πανικόβλητοι πρόσφυγες αυτοί, που έφευγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, σταματούσαν γιά να φιλήσουν τα πληγιασμένα χέρια των στρατιωτών μας. Χαροκαμένες μάνες ήθελαν ν” αγκαλιάσουν, να χαϊδέψουν τα φλογισμένα μέτωπα των παιδιών εκείνων, που πολεμούσαν τόσο μακριά από τα σπίτια τους, τις οικογένειες τους. Ήταν στιγμές γεμάτες συγκίνηση, στιγμές τραγικού μεγαλείου, γεμάτες ανθρωπιά και πόνο. Στον Σταυρό περίμενε το «Σεϊτάν – Ασκέρ». Και μέσα στην καταχνιά του πρωινού φάνηκαν οι Τσέτες του Μπεχλιβάν. Κάλπαζαν ουρλιάζοντας – θύμιζαν τις ορδές του Αττίλα. Ορμούσαν κατά των προσφύγων και τους σπάθιζαν, κάρφωναν στα ξίφη τους ματωμένα κεφάλια και τα εξεσφενδόνιζαν στον αέρα. Δεν τους αρκούσε το ξερρίζωμα του Ελληνισμού, ήθελαν τον αφανισμό του. Ο Πλαστήρας είδε τους Τσέτες. Ήταν συντριπτική αριθμητικά η υπεροχή, ήταν ψυχωμένοι από την ανέλπιστα μεγάλη νίκη τους, είχαν ξαποστάσει στη Σμύρνη. Η σωφροσύνη θα του επέβαλλε, ίσως, να υποχωρήσει αλλά τότε ούτε ένας από τους πρόσφυγες δεν θα διασωζόταν, οι Τσέτες θα έφθαναν στην αποβάθρα του Τσεσμέ πριν από τον Στρατό μας. Κι αποφάσισε να δώσει μια ακόμη μάχη. Οι άνδρες του 5/42, με γρήγορες κινήσεις, σχημάτισαν ένα μεγάλο πέταλο κι «ελούφαξαν», έμειναν ακίνητοι, περιμένοντας τους Τούρκους να πέσουν στις κάνες των όπλων τους. Είχαν διαταγή να μη πυροβολήσουν, αν ο Πλαστήρας δεν έδινε το σύνθημα, πυροβολώντας – πρώτος. Πειθαρχικοί, εμπειροπόλεμοι, έβλεπαν τους Τούρκους να πλησιάζουν κι έμεναν ακίνητοι. Πολλοί άκουγαν τις αναπνοές τους, αισθάνθηκαν τη μυρωδιά των αλόγων τους. Κι όμως δεν πυροβόλησαν. Λίγο ακόμη κι οι Τσέτες θα είχαν πέσει στον κλοιό τους. Αλλ” ένας λοχίας έτρεμε από τη λύσσα του. Είχε δει τους Τσέτες να σφάζουν γυναικόπαιδα και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί – έσφιγγε το όπλο του, δάγκωνε τα χείλη του για να μη φωνάξει και προδοθεί. Κι έξαφνα ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Σχεδόν αμέσως ένας καταιγισμός πυρός σάρωσε τους Τούρκους. Οι θάμνοι άναψαν, τα πολυβόλα κελάηδησαν ανατριχιαστικά. Η κοιλάδα αντήχησε στο βογγητό των πληγωμένων. Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν πήδησαν από τ” άλογα κι έτρεξαν να καλυφθούν – θέλησαν να πιάσουν μετερίζια και να πολεμήσουν. Δεν γνώριζαν ακόμη ότι είχαν απέναντι τους το «Σεϊτάν Ασκέρ». Αλλά, μετά τον πρώτον αιφνιδιασμό, οι Τσολιάδες δεν κρατήθηκαν – δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει κανείς· ούτε ο Πλαστήρας. Οι λόγχες σύρθηκαν και πάλι από τις θήκες τους. Και για μια ακόμη φορά – την τελευταία -όπως τότε σε μια εποχή που φαινότανε τόσο μακρινή, ακούστηκε η λεβέντικη κραυγή: «Αέρα…». Έφυγαν οι Τσέτες, έφυγαν τρομοκρατημένοι, πανικόβλητοι πήδησαν στ” άλογα τους κι άλλοι έφυγαν τρέχοντας. Επέστρεψαν ασθμαίνοντας στη Σμύρνη για να ρίξουν καινούργιο λάδι στο καντήλι του θρύλου, που θα καίει αιώνια. Είναι θρύλος, που αφηγείται η αναμνηστική στήλη, εκείνη, που υπάρχει μέχρι σήμερα στο Ζέγκουϊ – τον Σταυρό. - Αχ, μωρέ… Αν δεν βιαζότανε εκείνος ο λοχίας, θα τους είχα φάει όλους τούς Τσέτες… »

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Η Νύσα στον ποταμό Μαίανδρο

MikrasiatisΑΡΘΡΑ / ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ Η Νύσα στον ποταμό Μαίανδρο του Κωνσταντίνου Ν. Θώδη, ιστορικού Η Νύσα ή Νύσσα, ήταν μια αρχαία πόλη, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται στη σημερινή επαρχία του Αϊδινίου, 3 χιλιόμετρα από την κωμόπολη Σουλτάν Χισάρ και 50 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από την αρχαία πόλη της Εφέσου. Η Νύσα ιδρύθηκε, γύρω στο 280 π.Χ., από τον Αντίοχο Α΄, τον Σωτήρα, ηγεμόνα του ελληνιστικού κράτους των Σελευκιδών, το οποίο τότε ήταν ένα από τα ισχυρότερα κράτη που εμφανίστηκαν μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί, ότι ακόμη και στην αρχαιότητα, υπήρχε ένας μύθος για τους θρυλικούς ιδρυτές της Νύσας. Ο Στράβωνας, στην εποχή του (1ος αι. π.Χ.) στα «Γεωγραφικά» του, αναφέρει μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία: «Διηγούνται την ιστορία τριών αδελφών, που ήρθαν από τη Λακεδαίμονα. Τους έλεγαν Άθυμβρο, Αθύμβραδο και Ύδρυλο. Αυτοί έχτισαν πόλεις, δίνοντας το όνομά τους στην καθεμιά. Αυτές δεν πρόκοψαν, οπότε από εκείνες δημιουργήθηκε η Νύσα. Σήμερα, ιδρυτή τους οι Νυσαείς, θεωρούν τον Άθυμβρο.» (Στράβων 14.1.46) Και συνεχίζει ο Στράβωνας: «Η Νύσα είναι χτισμένη κοντά στη Μεσωγίδα, απλωμένη περισσότερο πάνω στο βουνό. Μοιάζει νάναι δυο πόλεις, που χωρίζονται από μια βαθιά χαράδρα. Τα δυο μέρη ενώνονται με γέφυρα. Η μια πλευρά έχει αμφιθέατρο με μια υπόγεια σύραγγα που βγάζει στα νερά του φαραγγιού. Κοντά στο θέατρο είναι δύο κορυφές. Κάτω από τη μια, είναι το γυμναστήριο των νέων, ενώ κάτω από την άλλη, η αγορά και το γυμναστήριο για τους μεγαλύτερους. Στα νότια της πόλης, απλώνεται η πεδιάδα, όπως και στις Τράλλεις.» (Στράβων 14.1.43) Η βαθιά χαράδρα που χώριζε την πόλη σε δύο μέρη. Η περίφημη γέφυρα της Νύσας, που χτίστηκε τη ρωμαϊκή περίοδο, ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη μεταξύ των αρχαίων γεφυρών αυτής της σχεδίασης, μετά τη γέφυρα της Περγάμου. Έχει διασωθεί μέχρι σήμερα.Η Νύσα, βρισκόταν στη διασταύρωση των αρχαίων εμπορικών οδών,ενώ ήταν προσβάσιμη για τους επισκέπτες και τους προσκυνητές (υπήρχαν πολλά ιερά κοντά στην πόλη). Άρχισε σύντομα να ξεχωρίζει ως σπουδαία πόλη στην οποία οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες και οι επιστήμονες προσπαθούσαν να φτάσουν εκεί με κάθε τρόπο. Ο ίδιος ο Στράβωνας, σπούδασε στη Νύσα γραμματική και ρητορική και αργότερα εξήρε στο έργο του “γεωγραφικά” τη σημασία της πόλης ως πολιτιστικού, μορφωτικού και εκπαιδευτικού κέντρου. Γράφει, επίσης, ο Στράβωνας: «Από τη Νύσα, κατάγονται διάσημοι άνδρες: ο Απολλώνιος, ο Στωϊκός φιλόσοφος, άριστος μαθητής του Παναιτίου. Ο Μενεκράτης, μαθητής του Αρίσταρχου και ο γιος αυτού, ο Αριστόδημος… Επίσης, ο Σώστρατος, αδελφός του Αριστόδημου, που εκπαίδευσε το Μάγνο Πομπήιο. Αυτοί ήταν αξιόλογοι φιλόλογοι.» (Στράβων 14.1.48) Ο πραγματικός ιδρυτής της πόλης, ο Αντίοχος, αφιέρωσε την πόλη στον θεό Διόνυσο. Τα ερείπια του ναού αφιερωμένου στο θεό Διόνυσο Η «νεαρή» πόλη, άρχισε να αναπτύσσεται γρήγορα. Ήδη,τον 3ο αιώνα, χτίστηκε το βουλευτήριο, η αγορά και το στάδιο.Έτσι, η Νύσα, ήταν ένα από τα επιστημονικά κέντρα της εποχής. Την ίδια περίοδο, που η πόλη άνθισε, οι μόνιμοι κάτοικοί της ήταν περίπου 40 χιλιάδες. Μεταξύ των κτιρίων της αρχαίας περιόδου, μπορεί κανείς να παρατηρήσει: To καλοδιατηρημένο θέατρο της ρωμαϊκής περιόδου (περίπου 12 χιλιάδων θέσεων).Τη βιβλιοθήκη του 2ου αι. μ.Χ. (δεύτερη καλύτερα διατηρημένη μετά τη βιβλιοθήκη του Κέλσου στην Έφεσο). Το Βουλευτήριο, με 12 σειρές καθισμάτων (περίπου 800 θέσεων), ψηφιδωτά και το στάδιο. Υπάρχουν ερείπια της αγοράς, των ρωμαϊκών λουτρών, του γυμναστηρίου, της νεκρόπολης και των τειχών της πόλης. Η γύρω περιοχή ήταν γνωστή για την οινοπαραγωγή της. Το αρχαίο θέατρο της Νύσας Η βιβλιοθήκη της αρχαίας πόλης Στους Βυζαντινούς χρόνους, η πόλη δεν ήταν πλέον τόσο σημαντική, όσο ήταν στους ρωμαϊκούς χρόνους. Τον 6ο αιώνα μ.Χ., ο Στέφανος Βυζάντιος, ο συγγραφέας του μνημειώδους έργου “Εθνικά”, επισημαίνει, ότι υπάρχουν πολλές πόλεις που φέρουν το όνομα Νύσα. Μεταξύ άλλων, αναφέρει τη Νύσα, ως πόλη στην Καρία, αλλά δεν γράφει τίποτα περισσότερο για την πόλη. “Άθυμβρα, πόλις Καρίας πρὸς Μαιάνδρῳ, Αθύμβρου κτίσμα, ἥτις μετὰ ταῦτα Νύσσα ἐκλήθη. τὸ ἐθνικὸν Αθυμβρεύς τῷ λόγῳ τῶν Καρικῶν”. Κατά τον Μεσαίωνα, η Νύσα ήταν επανειλημμένα πεδίο συγκρούσεων και πολέμων μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Η πόλη τελικά εγκαταλείφθηκε μετά την καταστροφή της από τον Ταμερλάνο, το 1402. Οι πρώτες ανασκαφές και έρευνες στη Νύσα, διεξήχθησαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Πηγές 1. Στράβων “Γεωγραφικά” Βιβλίο 14ο “Από την Ιωνία στην Κιλικία” εκδ. “Κάκτος” Σειρά 253 Εισαγωγή – Μετάφραση Πάνος Θεοδωρίδης, 1994, σελ. 89,91,93. 2. Στέφανος Βυζάντιος “Εθνικά” Νύσσα.