Ενα τσαλακωμένο και μουσκεμένο από τον ιδρώτα γράμμα που είχε στον κόρφο του ο καϊκτσής, έφτασε το απόγευμα της 25ης Αυγούστου 1922 στον Γιάννη Δεσύλλα-Περαμιώτη στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης. Ηταν σταλμένο από την Δημογεροντία της Περάμου και απευθυνόταν στον Σύνδεσμο Περαμίων της Πόλης.
Το παραθέτουμε αυτούσιο:
Εν Περάμω τη 23 Αυγούστου 1922Προς το αξιότιμον ΔΣ του εν Κωνσταντινουπόλει Ανορθωτικού Συνδέσμου των Περαμίων.Αγαπητοί ΣυμπατριώταιΟ κίνδυνος της απωλείας ημών επέστη. Το Βαληκεσέρ καίεται. Η επριοχή περιήλθεν εις χείραν του εχθρού.Η Πάνορμος κενούται. Αι αρχαί απεχώρησαν.Ουδεμία ελπίς υπάρχει. Η σωτηρία μας έγκειται εν τη φυγή μόνη. Πως όμως να φύγωμεν; Εχομεν ανάγκην ατμοπλοίου αμέσως. Αμ τη λήψει της παρούσης, σπεύσατε, ναυλώσατε κατάλληλον ατμόπλοιον και στείλατε να μας παραλάβει να σωθώμεν της σφαγής. Στέλλομεν επί τούτου καίκι.Σπεύσατε. Πάσα αναβολή ή αδιαφορία θα φέρει την καταστροφήν.Σπεύσατε, άλλως τετέλεσται.Εχομεν τετρακοσίας λίρας εις χείρας μας.Υπογραφαί: Φώτιος Μανίτσας, Ευστράτιος Χρυσοβέργης, Στέφανος Χατζησυμεών, Δημοσθένης Σπεράντζας, Δημήτρης Μαλκότσης, Θεοδόσης Ράπτης, Ευστ. Γ. Τζιρίνης, Παναγιώτης Καπλανίδης, Θ. Μαυρομάτης, Δημ. Μαραγγός, Νικόλαος Ράπτης, Ιωάννης Κούρτζας και Ιωάννης Ράπτης ο Γραμματέας της Δημογεροντίας.
Δεν έμενε καιρός για συζήτηση, έπρεπε να βρεθεί αμέσως βαπόρι για να σώσει το χωριό που αριθμούσε 2000 ψυχές (τόσοι είχαν απομείνει από τις 4000 που είχε πριν από τη μεγάλη φωτιά του 1915 και στον πρωτο διωγμό του Βαληκεσέρ).
Ας δούμε την ανίδραση των Περαμίων της Πόλης, όπως τη διηγήθηκε αργότερα ο Σεραφείμ Ψύχας στη Νέα Πέραμο:
Αρχίσαμεν λοιπόν να τρέχωμεν σαν τρελλοί να εύρωμεν το πλοίο δια να παμε να τους σώσωμεν. Η φανερωμένη μας εβοήθησε και βρήκαμε ένα φορτηγό 1500 τόνων της εταιρείας Ταιργιάζου και Καλλία, που ονομαζόταν Κάβελπαρκ. Το πλοίο άρχισε να παίρνει κάρβουνα στις 26 Αυγούστου και την επομένην ο υποφαινόμενος μαζί με τον Θεόδωρον Μπουμπούλια και τον μακαρίτην Δημήτριον Κυριακίδην τον αρχιτέκτονα, μπαρκάρουμε στις τρεις η ώρα για την Πέραμον.πρώτος πλοίαρχος ήταν ο Αγγλος Τζόνσον – το πλοίο είχε αγγλική σημαία- ο δεύτερος και ο τρίτος ήσαν Ελληνες.
Μόλις αλαργώσαμε 4-5 μίλια από το Σαράι μπορνού, ο πλοίαρχος μας εκάλεσε στη γέφυρα και μας άνοιξε ένα σφραγισμένο φάκελο. Εχω εντολή μας λέγει, από τη Ναυτική Βάση της Πόλης, να ακολουθήσω τις οδηγίες σας, θα παμε όπου μας πείτε.
Κατά τις 10 τη νύχτα βλέπαμε το πλοίο να κανει στροφή πίσω προς στην Πόλη. Φανταστείτε την αγωνία μας.Τρέχομε στη γέφυρα και ρωτούμε ανήσυχοι τι συμβαίνει. Ο πλοίαρχος μας εξηγεί ότι πλησιάζουμε στον κόλπο της Πανόρμου και δεν επιτρέπεται να μπούμε νύχτα γιατι μπορεί να μας βάλουν. Ετσι κάναμε βόλτες πίσω μπρος ώσπου έφεξε καλά και μπήκαμε στο λιμάνι της Περάμου.
Αλλά τι ήταν εκείνο που αντικρύσαμε. Ολος ο πληθυσμός του χωριού με τα ρούχα ντεκιασμένα να στεκεται όρθιος στο παραθαλάσσιο όπου ξεροστάλιαζε επί πέντε μερόνυχτα καρτερώντας το καράβι της σωτηρίας. Οταν μας είδαν εγονάτισαν όλοι και προσεύχονταν με σπαρακτικούς λυγμούς. Ολα τα καίκια, τα ψαράδικα κι οι βάρκες ανοίτηκαν με μιας και περικύκλωσαν το βαπόρι.
Μόλις βγήκαμε έξω η πρώτη μας ερώτησι ήταν που βρίσκονταν το εικόνισμα της Φανερωμένης. Ηταν η πρώτη και μεγάλη εντολή από την Διοίκηση του Συνδέσμου να σώσουμε το Εικόνισμα. Μας πληροφόρησαν ότι από την προηγούεμνη ημέρα ο Ηγούμενος της Μονής, πήρε το εικόνισμα και από τη Λαγκάδα έγυγε για τη Πόλη.
Αρχίσαμε τότε να φορτώνουμε. Πρώτα βάλαμε στο βάθος του αμπαριού τα χονδρά εμπορεύματα, στάρι από τη φάμπρικα του Ταλιαντζή και τα εξαρτήματα της μηχανής του Μύλου. Τα βαριά κομμάτι ακαθώς και η μηχανή μείναν όλα εκεί. Υστερα στοιβάζουμε τα βαρέλια, τις σάλτσες – ήτνα η εποχή της σοδιάς- σακιά με κριθάρια κι ότι άλλο ήταν συσκευασμένο.
Αυτά εγιναν τις τρείς πρώτες μέρες.Κατόπιν αφού εφορτώψσαμεν το ρουχισμό ήρθε η σειρά να μπουν και οι κάτοικοι. Μας ειδοποιούν ότι υπάρχουν εξι λεχούσες. Σταματάμε την επιβίβαση και τακτοποιούμε πρώτα τις λεχούσες όσο μπορούσαμε καλύτερα. Για να βάλουμε μια τάξη στην επιβίβαση κανονίσαμε σειρά και βάλαμε τον Βασίλη Βούλγαρη επικεφαλής. Σε τέτοιες ώρες πως να συγκρατηγθεί όλος αυτός ο εξαλλος κόσμος; Για μια στιγμή που κάποιο καίκι θέλησε να σπάσει τη σειρά, ο Βασίλης αναγκάστηκε να ρίξει δυο τουφεκιές στον αέρα για να σταματήσει το κακό, αλλιώς θα είχαμε πνιγμούς.
Οταν οι μισοί από τους κατοίκους είχαν επιβιβασθεί, εμείς δλδ η Επιτροπή, μαζί με τους δύο Ελληνας πλοιάρχους βγήκαμε έξω. Πήραμε βόλτας τις εκκλησίες και μαζεύαμε τα εικονίσματα. Στον Αι Νικόλα του Σχολείου ήταν τρια καραβάκια αφιερώματα κρεμασμένα, όπως θα θυμούνται οι παλιοί. Τα δώσαμε με όλη μας την καρδιά στον πλοίαρχο τον καπετάν Νικόλα από το Μυριόφυτο που μας τα ζήτησε.
Την έκτη μέρα σαλπάραμε. Ολα τα ζωντανά τα αφήκαμε στο χωριό με σκοπό να ξαναγυρίσωμε και να τα πάρωμε σε δεύτερο ταξίδι αν μας δινόταν ο καιρός.
Εβγήκαμε από τον κάβο της Καψάλας και τραβήξαμε κατά τον Μαρμαρά. Οι χωριανοί όλοι ήθελαν να τους βγάλωμε στη Συλυβριά, για να ναι πιο κοντά στην Πόλη. Εμεί ςόμως είχαμ επάρει διαταγή από τον Ταβουλάρη, στρατιωτικό διοικητή της Πανόρμου, ν απάμε όσο μπορούμε μακρύτερα. Η εντολή ήταν μυστική και αναγκαστήκαμε να γελάσωμε τους συμπατριώτες μας. Το πρωί ξημερωθήκαμε στο Μυριόφυτο. Δεν μπορούσαμε πια να αλλάξουμε πορεία, έπρπε να αποβιβαστούμε εκεί που είμαστε. Βγαίνουμε έξω η Επιτροπή και πάμε στο Διοικητή να πάρουμε την άδεια για την αποβίβαση. Ο διοικητής με κανένα τρόπο δεν δεχόταν να μας στεγάσει. Δεν ξέρωμε τι διαταγές είχε και σε τι απέβλεπαν όλα αυτά. Το γεγονός είναι ότι μας φέρθηκε άστοργα για να μην πω απάνθρωπα. Αναγκαστήκαμε να του δηλώσωμε ότι εμείς θα αποβιβάσουμε κι αν μας εμποδίσει με τους χωροφύλακες τότε κι εμείς θα τους χτυπήσωμε με τα όπλα που είχαμε μαζί μας του εθελοντικού λόχου της Περάμου κι ότι βρέξει.
Για καλή μας τύχη την ώρα που βγαίναμε από το διοικητήριο συναντήσαμε τον Ομηρο Πρωτοψάλτη, μεγαλέμπορο κρασιών και σημαίνοντα παράγοντα του Μυριοφύτου. Οταν άκουσε πως το βαπόρι είχε μέσα πρόσφυγες της Περάμου και πως ο διοικητής δεν επέτρεπε την αποβίβαση γιατι δεν είχε τάχα χώρο να τους στεγάσει, μας εδήλωσε αμέσως με αυθόρμητη συγκίνηση πως οι απποθήκες του ήταν αρκετές να χωρέσουν όλο αυτόν τον κόσμο. Ετσι άρχισε ομαλά η αποβίαβση και βολευτήακμε όπως όπως στις δυό μεγάλες κρασαποθήκες του Πρωτοψάλτη. Ηταν άλλωστε καλοκαίρι και πολλοί προτίμησαν να μείνουν έξω στην ακρογιαλιά. Την ίδια εκέινη ημέρα πέθανε και η Παναγιώτα η ηλικιωμένη σύζυγος του Γιακίμαγα. Δεν μπορούσε να αντέξει στις κακουχίες του ταξιδιού.
Η αποβίβαση και το ξεφόρτωμα βάσταξε τρείς ολόκληρες μέρες. Θα αργούσε ακόμη πιο πολύ αν δεν έιχαμε μαζί μας τα καίκια του Ταλιαντζή που τα φέραμε μαζί μας δεμένα πίσω από το βαπόρι.
Γυρίζωμε τώρα να πάρωμε τα ζώα που τα είχαμε αφήσει πίσω στο χωριό. Στο δρόμο μας συναντάμε ενα υπερωκεάνειο δικό μας πιθανά τον Βασιλέα Αλέξανδρο που τραβούσε προς τα στενά του Τσανάκαλε. Οταν μπήκαμε στα νερά τα δικά μας έιδαμε αντίκρυ στην Πάνορμο, ένα πολεμικό δικό μας που υπεστήριζε την επιβίβαση του στρατού μας. Φτάνουμε στο χωριό το απόγευμα. Τα ζώα ήταν αραδιασμένα στην παραλία μαζί με τους ανθρώπους που είχαμε αφήσει εκεί οπλισμένους να τα φροντίζουν.Αρχίσαμε αμέσως το φόρτωμα. Δεμένα πίσω από τα καίκια, έρχονταν πίσω στα ανοιχτά στο βαπόρι και με το βίντσι ένα ένα τα σήκωναν και τα τοποθετούσαν στο κατάστρωμα.
Τη νύχτα ήταν αδύνατο να συνεχίσουμε γιατί βγήκε βοριαδάκι. Τα χαράματα ξαναρχίσαμε με τον ίδιο τρόπο. Μέσα στα ζώα ήταν και δέκα άλογα του στρατού. Τα πήραμε μαζί με τους στρατιώτες. Το κατάστρωμα είχε πια γεμίσει όλτελα, δεν χώραγε άλλο. Αναγκαστήκαμε να παρατήσουμε στο χωριό καμιά δεκαριά μεγάλα ζώα, αγελάδες και βόδια και αρκετά υποζύγια.
Κάνω το σταυρό μου κι αφού γυρίζω κι αποχαιρετώ το αγαπημένο μου χωριό, μαπίνω μόσνος στη βάρκα που είχα κρατήσει τελευταίος για μένα.
…Είμαι το τελευταίο ποδάρι που πάτησε στο χώμ ατης Περάμου, γλυκό μου χωριό δεν θα σε ξαναδώ…
Δεν βλέπω πια μπροστά μου. Μηχανικά ανεβαίνω στο βαπόρι με μάτια βουρκωμένα, αφού αποχαιρέτησα τον προσφιλέστερο μου νεκρό… Αλλά θεέ μου δώσε μου δύναμη να συνεχίσω την ιστορία μου γι αυτό που είδα τελευταία.
Οταν δέθηκαν πια τα καίκια και η βάρκα και το βαπόρι άρχισε να ξεκινά, τότε όλα τα ζώα που είχαν μείνει στο γυαλό, νιώθωντας ότι εγκαταλείπονται οριστικά, αρχινάνε ένα άγριο βέλασμα και ρίχνονται στη θάλασσα, πλέοντας προς το βαπόρι. Με τις άναρθρες φωνές τους μας εκλιπαρούσαν να τα πάρουμε. Το άγριο μουγκριτό μας ανατρίχιαζε όλους. Η καρδιά μας δεν αντέχει άλλο, πάει να σπάσει.
Με αναφιλητά αποχαιρετούμε το αγαπημένο μας χωριό και το βαπόρι μακραίνει και πάει. Οταν πια στρίψαμε από την Καψάλα, χάθηκε ολότελα από τα μάτια μας και το χωριό και τα βουνά και η θάλασσα του.
Εδώ σταματά η συγκλονιστική αφήγηση του Γαβριήλ Ψύχα. Ετσι ανήμερα στη μεγάλη γιορτή της Παναγίας στις 23 Αυγούστου, όπου άλοτε χαλούσε ο κόσμος από το τραγούδι και τους χορούς, τα σφυρίγματα των βαποριών που κουβαλούσαν χιλιάδες προσκυνητές στο μεγάλο πανηγύρι, αυτή τη σημαντική ημέρα διάλεξε η μοίρα για να φωνάξει σαν το Χριστό πάνω στο σταυρό, την τελευταία της λέξη η Πέραμος… Τετέλεσται…
Το κείμενο είναι του Γέωργιου Αυγερινού και γράφτηκε τον Αύγουστο του 1962 στα Μαρμαρινά Νέα.ΔΠ