Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

27 Αυγούστου 1922



-Σμύρνη 1922: Συνωστισμός στην παραλία!

Mια μαρτυρία από το μαύρο Σεπτέμβρη του ’22 
Στις 27 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα…” 
Mαρία Ρεπούση, Ιστορία ΣΤ’ δημοτικού. Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια, Αθήνα, εκδ. ΟΕΔΒ, 2006, σελ. 100


(το άρθρο αυτό το αφιερώνουμε στους 452 συμπολίτες μας, που υπέγραψαν υπέρ του  αναθεωρητικού βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού… και στους 7.000 που υπέγραψαν κατά.)
“Ο Κεμάλ γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού” έγραψε στα απομνημονεύματά του ο Ουϊνστον Τσώρτσιλ. Η σφαγή της Σμύρνης συγκλόνισε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Ακόμα και στη Γαλλία -η φιλοτουρκική πολιτική της οποίας καθόριζε την πληροφόρηση που παρείχαν οι δημοσιογράφοι- διογκώθηκαν τα αντιτουρκικά συναισθήματα. Όμως, περισσότερο από τις ανταποκρίσεις και τις ψυχρές επισημάνσεις των διπλωματών, το τρομερό τοπίο εκείνων των ημερών αποκαλύπτεται μέσα από τις μαρτυρίες όσων το έζησαν. Μαρτυρίες συγκλονιστικές, που πιστοποιούν την ύπαρξη του Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος.  Για να κατανοήσουμε τι συνέβη τότε και να αναρωτηθούμε γιατί σήμερα η κ. Ρεπούση (όπως και αρκετοί άλλοι νεοέλληνες) εζήλωσε τη δόξα του ύστερου Γκαροντί, δημοσιεύουμε την αυθεντική Μαρτυρία της Ελένης Καραντώνη για τη σφαγή που έγινε από τα κεμαλικά στρατεύματα μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου. Η Μαρτυρία προέρχεται από το δίτομο Έξοδος του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Η Ελένη Καραντώνη ζούσε στο Μπουνάρμπασι, έντεκα χιλιόμετρα βορειανατολικά της Σμύρνης. Το Μπουνάρμπασι είχε χίλιους κατοίκους, από τους οποίους οι οκτακόσιοι ήταν Έλληνες:

          “… Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπιστήκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλητοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί.
Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες…  Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
          Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημύρρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακρυά. “Μη φοβάστε είναι μακρυά”, μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν.
          Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. “Βοήθεια! Βοήθεια!” φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στην χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό.
          Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου