Παπαχρυσός Δημήτρης προςΜουσείο Προσφυγικής Μνήμης 1922 “1922 Refugee Memorial Museum”
Με την ευκαιρία της 14ης Σεπτεμβρίου που έχει οριστεί ως ημέρα Εθνικής Μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος, δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο στην ιερή μνήμη του τότε Μητροπολίτου και Αγίου σήμερα Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Το πρωί της 13ης Αυγούστου 1922 άνοιξε ο τάφος της μεγάλης ιδέας. Το όνειρο πέντε αιώνων έσβησε. Η ελληνική στρατιά διασκορπίστηκε στους πέντε ανέμους. Τα μικρασιατικά οροπέδια έγιναν οι τάφοι χιλιάδων στρατιωτών που προηγουμένως είχαν γνωρίσει την ευτυχία του θριάμβου και της νίκης. Σε διάστημα ολίγων ωρών οι άνδρες της μεγάλης στρατιάς μεταβλήθηκαν σε ανθρώπινα ράκη , που μετέφεραν προς τα μικρασιατικά παράλια την αγωνία, τη φρίκη και την παραφροσύνη.
Ο στρατός του Κεμάλ, οργανωμένος πλέον και ισχυρός με την ενίσχυση των άλλοτε συμμάχων της Ελλάδος προχωρεί ακάθεκτος προς την Ιωνική ακτή. Στα βουνά αντηχούν κραυγές αγωνίας και απελπισίας. Θλιβερά καραβάνια κατευθύνονται προς την παραλία. Τα πτώματα σκορπίζονται στις χαράδρες και η σκιά του θανάτου καλύπτει την μικρασιατική γη.
Η πρώτη μέρα της διασπάσεως του μετώπου βρήκε τη Σμύρνη σχετικώς ήσυχη. Δεν είχαν φθάσει ακόμη τα οδυνηρά αγγέλματα από το μέτωπο και κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε.
Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν τη διάσπαση του μετώπου στο Αφιόν Καραχισάρ και ότι ο εχθρός προχωρεί προς τη θάλασσα.
Κύματα κόσμου κατέκλυσαν τη Γενική Διοίκηση της Σμύρνης αλλά αυτή εξέδωσε ένα καθησυχαστικό ανακοινωθέν.
Το βράδυ όμως της ίδιας μέρας φθάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες από το εσωτερικό και αφηγούνται για τη δράση συμμοριών που ανεθάρησαν και χτυπούν τον Ελληνικό στρατό από τα πλάγια.
Η αγωνία εντείνεται και ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος προσπαθεί να παρηγορήσει τα πλήθη.
Η επόμενη μέρα η 16η Αυγούστου έδωσε τον τόνο της φοβερής απελπισίας. Ατέλειωτα καραβάνια προσφύγων φθάνουν στη Σμύρνη. Οι κάτοικοι ζητούν να φύγουν και ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης διατάσει να σταματήσει η έκδοση διαβατηρίων. Η απαγόρευση εντείνει τον πανικό. Οι πρόσφυγες μένουν χωρίς τροφή. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος βοηθούμενος από τον κλήρο της μητροπόλεως μοιράζει ιδιοχείρως γάλα στα παιδιά και συνιστά σε όλους ψυχραιμία και θάρρος. Αλλά τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία, η σύγχυση κυριαρχεί και οι διαδόσεις βαραίνουν την ατμόσφαιρα.
Ο Χρυσόστομος δίνει εντολή να χτυπήσουν οι καμπάνες της Αγίας Φωτεινής και καλεί τον λαό σε προσευχή. Η μητροπολιτική εκκλησία πλημμυρίζει από τα πλήθη των χριστιανών, οι οποίοι προσεύχονται όλοι μαζί με υψωμένα τα χέρια προς τον ουρανό.
Στην παράκληση παρευρίσκεται κι ο αρχιστράτηγος ο οποίος στέκεται συντετριμμένος σε μια γωνιά κρατώντας στα χέρια του μια λαμπάδα αναμμένη.
Ο μητροπολίτης κάτωχρος, με τα μάτια βουρκωμένα, ανεβαίνει αργά - αργά στον άμβωνα και απευθύνετε προς τα πλήθη. «Συνιστώ λέει, πίστιν και καρτερίαν. Η στιγμή είναι κρίσιμος, αλλά θα παρέλθει…»
Σαν περήφανο υψηλόκορμο δέντρο που το χτύπησε κεραυνός έμοιαζε ο Χρυσόστομος. Ήταν η πρώτη φορά που δεν μπόρεσε να νικήσει τον εαυτό του. Έκλαιγε…
Στις 17 Αυγούστου η αναστάτωση φθάνει στο κατακόρυφο και οι στρατιώτες με δυσκολία επιβάλουν την τάξη αφού οι πρόσφυγες ζητούν να επιβιβαστούν στα πλοία και δεν τους επιτρέπεται. Στο λιμάνι της Σμύρνης φθάνουν σύντομα ξένα πολεμικά πλοία αλλά και αυτά αρνούνται να προσφέρουν έστω και την παραμικρή βοήθεια.
Ο Χρυσόστομος απευθύνει τις τελευταίες εκκλήσεις του προς τους ισχυρούς της γης. Επισκέπτεται διαδοχικά, τον ύπατο αρμοστή, τους αντιπροσώπους των συμμαχικών δυνάμεων, τον πρόξενο της Αγγλίας και τον άγγλο ναύαρχο, τους οποίους ικετεύει με δάκρυα στα μάτια, να ενδιαφερθούν για τον πληθυσμό αλλά αυτοί του απαντούν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα προτού συνεννοηθούν με τις κυβερνήσεις τους.
Μέσα σε ελάχιστες ημέρες η τραγωδία παίρνει τη φοβερή της μορφή. Χιλιάδες Σμυρνιοί συγκεντρώνονται μπροστά στο Διοικητήριο και ζητούν να τους χορηγηθούν όπλα αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η πρωτεύουσα της Ιωνίας κατακλύζετε από φυγάδες του μετώπου, οι οποίοι πλέον δεν πειθαρχούν σε καμιά αρχή και ζητούν να σωθούν με κάθε μέσον.
Η 25η Αυγούστου βρίσκει τη Σμύρνη σε κατάσταση απερίγραπτης αναρχίας. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Χρυσόστομος δέχεται επίσκεψη του αναχωρούντος αρχιεπισκόπου των καθολικών ο οποίος του λέει ότι του έχει εξασφαλίσει θέση επάνω σε ξένο ατμόπλοιο και τον παρακαλεί να φύγει. «Οι Τούρκοι σεβασμιότατε του λέει δεν θα σας συγχωρήσουν ποτέ τας εθνικάς σας ενεργείας. Φοβούμαι ότι θα διακινδυνεύσετε την ζωή σας αν παραμείνετε στην Σμύρνη. Πρέπει να φύγετε!»
Ατάραχος και ολύμπιος ο Χρυσόστομος απαντά.
«Παράδοσις του Ελληνικού κλήρου αλλά και υποχρέωσις του καλού ποιμένος είναι να παραμένει μαζί με το ποίμνιό του. Αδυνατώ να ακολουθήσω».
Την ίδια απάντηση έδωσε και σε όλους όσους του έκαναν την ίδια πρόταση.
Την νύχτα της 25ης προς την 26ην Αυγούστου οι Σμυρνιοί μαζί με τους πρόσφυγες του εσωτερικού κατέλαβαν όλη την παραλία. Πολλοί πέφτουν στη θάλασσα με την ελπίδα να σωθούν. Από τις τουρκικές συνοικίες ακούγονται πυροβολισμοί που εντείνουν τον πανικό. Έξαλλα τα πλήθη ζητούν καταφύγιο στα σπίτια ευρωπαίων και στις εκκλησίες. Η Αγία Φωτεινή πλημμυρίζει. Ο τουρκικός όχλος πανηγυρίζει. Ώρες κολάσεως. Πυροβολισμοί αντηχούν από παντού. Ακριβώς στις 4:30 τα ξημερώματα της 26ης Αυγούστου κατεβαίνει από το Διοικητήριο η Ελληνική σημαία.
Η ιστορία των εθνικών διεκδικήσεων τελείωσε εκείνη τη στιγμή.
Λίγο αργότερα επελαύνει εν θριάμβω στη Σμύρνη ένα σώμα ατάκτων τσετών. Από μακριά ακούγονται οι ήχοι των πανηγυρισμών και οι αλαλαγμοί των νικητών.
Ο μητροπολίτης παρ ότι γνωρίζει τον κίνδυνο γυρίζει στους δρόμους και μοιράζει γάλα και τρόφιμα στους πρόσφυγες. Το βράδυ επιστρέφει στη μητρόπολη και οργανώνει το συσσίτιο της επόμενης μέρας. Όλη τη νύχτα παραμένει άγρυπνος.
Το πρωί της 27ης Αυγούστου κατευθύνετε στην εκκλησία. Τον ακολουθούν χιλιάδες χριστιανοί. Μπαίνει στο ιερό και προσεύχεται μόνος. Μετά από μερικά λεπτά ανοίγει η ωραία πύλη και εμφανίζεται ευσταθής. Γονατίζει μπροστά στον εσταυρωμένο και λέει:
«η Θεία πρόνοια δοκιμάζει την πίστη μας και το θάρρος μας. Αλλ ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους καλούς χριστιανούς. Θαρρείτε…»
Κατόπιν μοιράζει τρόφιμα και ανεβαίνει στον άμβωνα για να μιλήσει προς το πλήθος, αλλ εκείνη τη στιγμή μπαίνουν στον ναό ένας υπαστυνόμος κι ένας στρατιώτης με εφ όπλου λόγχη.
Με φωνή επιτακτική ο υπαστυνόμος αναγγέλλει στο μητροπολίτη ότι τον ζητεί ο φρούραρχος Σαλή Ζεκή Βέης. Τα πλήθη θρηνούν αλλ ο Χρυσόστομος προσπαθεί να τους καθησυχάσει.
Ο μητροπολίτης οδηγήθηκε μπροστά στον φρούραρχο ο οποίος του υπαγόρευσε το κείμενο μιας προκηρύξεως με την οποία εκαλούντο οι Έλληνες κάτοικοι να παραδώσουν τα όπλα τους και του δηλώνει ότι μπορεί να φύγει.
Έξω ωρύοντο τα πλήθη των νικητών κι ο Χρυσόστομος επιστρέφει στη μητρόπολη με το αυτοκίνητο δύο αμερικανών αξιωματικών που περνούσαν κατά σύμπτωση από εκεί.
Πέρασαν λίγες ώρες φοβερής αγωνίας. Στο μεταξύ μπήκε θριαμβευτικά στη Σμύρνη ο νέος διοικητής ο Νουρεντίν.
Στις 8 το βράδυ εμφανίζεται πάλι στη μητρόπολη ο ίδιος υπαστυνόμος μαζί με 2 οπλισμένους στρατιώτες και παραλαμβάνουν τον μητροπολίτη οδηγώντας τον μπροστά στον Νουρεντίν, ο οποίος μόλις τον βλέπει τον ραπίζει και τον κλειδώνει σε ένα δωμάτιο υπό αυστηρή φρούρηση.
Ο όχλος συγκεντρώνεται διαρκώς έξω από το διοικητήριο. Τα όργανα παίζουν θριαμβευτικά θούρια, οι κραυγές γεμίζουν την ατμόσφαιρα και ο Νουρεντίν βγαίνει στον εξώστη και χαιρετά τα πλήθη. Σε λίγο - όπως αφηγούνται τούρκοι αυτόπτες μάρτυρες της τραγικής εκείνης σκηνής - διατάσει να του παρουσιάσουν τον Χρυσόστομο. Ανοίγει η θύρα του κρατητηρίου και εμφανίζεται ευθυτενής, ακλόνητος, ατάραχος και με ζωηρό το βλέμμα του ο Δεσπότης. Ο Νουρεντίν κάνει ένα νεύμα και ο μητροπολίτης απάγεται. Το πλήθος στο οποίο παρεδόθη, ικανοποίησε τον φανατισμό του. Χιλιάδες χέρια βουτήχτηκαν στις σάρκες του Ιεράρχη. Και τα όργανα εξακολουθούσαν να παίζουν τα θριαμβικά εμβατήρια. Και οι αλαλαγμοί ποιο βροντεροί τώρα, κάλυψαν την ατμόσφαιρα…
Πέθανε σαν αληθινός μάρτυρας. Το τελευταίο του βήμα ήταν ευσταθές. Τα μάτια του αστραφτερά. Η πίστις του ακλόνητη. Τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που αντιμετωπίζει τη ζωή ως ατέλειωτο αγώνα με τέρμα το μαρτύριο και τη θυσία.
Ο Επίσκοπος Σμύρνης Χρυσόστομος, στα τραγικά γεγονότα του 1922 όπως εν συντομία προαναφέρθηκε, παρέμεινε «πιστός άχρι θανάτου» στα καθήκοντά του, ως νέος εθνοϊερομάρτυρας του γένους μας και του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, ο οποίος μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος του πρόσφερε ότι ήταν δυνατόν υπέρ του κινδυνεύοντος από τους Τούρκους, ποιμνίου του. Έτσι, αναδείχθηκε άξιος και αληθινός ποιμένας της του Χριστού Εκκλησίας και αντάξιος μεγάλων ιεραρχών μαρτύρων του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο στρατός του Κεμάλ, οργανωμένος πλέον και ισχυρός με την ενίσχυση των άλλοτε συμμάχων της Ελλάδος προχωρεί ακάθεκτος προς την Ιωνική ακτή. Στα βουνά αντηχούν κραυγές αγωνίας και απελπισίας. Θλιβερά καραβάνια κατευθύνονται προς την παραλία. Τα πτώματα σκορπίζονται στις χαράδρες και η σκιά του θανάτου καλύπτει την μικρασιατική γη.
Η πρώτη μέρα της διασπάσεως του μετώπου βρήκε τη Σμύρνη σχετικώς ήσυχη. Δεν είχαν φθάσει ακόμη τα οδυνηρά αγγέλματα από το μέτωπο και κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε.
Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν τη διάσπαση του μετώπου στο Αφιόν Καραχισάρ και ότι ο εχθρός προχωρεί προς τη θάλασσα.
Κύματα κόσμου κατέκλυσαν τη Γενική Διοίκηση της Σμύρνης αλλά αυτή εξέδωσε ένα καθησυχαστικό ανακοινωθέν.
Το βράδυ όμως της ίδιας μέρας φθάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες από το εσωτερικό και αφηγούνται για τη δράση συμμοριών που ανεθάρησαν και χτυπούν τον Ελληνικό στρατό από τα πλάγια.
Η αγωνία εντείνεται και ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος προσπαθεί να παρηγορήσει τα πλήθη.
Η επόμενη μέρα η 16η Αυγούστου έδωσε τον τόνο της φοβερής απελπισίας. Ατέλειωτα καραβάνια προσφύγων φθάνουν στη Σμύρνη. Οι κάτοικοι ζητούν να φύγουν και ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης διατάσει να σταματήσει η έκδοση διαβατηρίων. Η απαγόρευση εντείνει τον πανικό. Οι πρόσφυγες μένουν χωρίς τροφή. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος βοηθούμενος από τον κλήρο της μητροπόλεως μοιράζει ιδιοχείρως γάλα στα παιδιά και συνιστά σε όλους ψυχραιμία και θάρρος. Αλλά τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία, η σύγχυση κυριαρχεί και οι διαδόσεις βαραίνουν την ατμόσφαιρα.
Ο Χρυσόστομος δίνει εντολή να χτυπήσουν οι καμπάνες της Αγίας Φωτεινής και καλεί τον λαό σε προσευχή. Η μητροπολιτική εκκλησία πλημμυρίζει από τα πλήθη των χριστιανών, οι οποίοι προσεύχονται όλοι μαζί με υψωμένα τα χέρια προς τον ουρανό.
Στην παράκληση παρευρίσκεται κι ο αρχιστράτηγος ο οποίος στέκεται συντετριμμένος σε μια γωνιά κρατώντας στα χέρια του μια λαμπάδα αναμμένη.
Ο μητροπολίτης κάτωχρος, με τα μάτια βουρκωμένα, ανεβαίνει αργά - αργά στον άμβωνα και απευθύνετε προς τα πλήθη. «Συνιστώ λέει, πίστιν και καρτερίαν. Η στιγμή είναι κρίσιμος, αλλά θα παρέλθει…»
Σαν περήφανο υψηλόκορμο δέντρο που το χτύπησε κεραυνός έμοιαζε ο Χρυσόστομος. Ήταν η πρώτη φορά που δεν μπόρεσε να νικήσει τον εαυτό του. Έκλαιγε…
Στις 17 Αυγούστου η αναστάτωση φθάνει στο κατακόρυφο και οι στρατιώτες με δυσκολία επιβάλουν την τάξη αφού οι πρόσφυγες ζητούν να επιβιβαστούν στα πλοία και δεν τους επιτρέπεται. Στο λιμάνι της Σμύρνης φθάνουν σύντομα ξένα πολεμικά πλοία αλλά και αυτά αρνούνται να προσφέρουν έστω και την παραμικρή βοήθεια.
Ο Χρυσόστομος απευθύνει τις τελευταίες εκκλήσεις του προς τους ισχυρούς της γης. Επισκέπτεται διαδοχικά, τον ύπατο αρμοστή, τους αντιπροσώπους των συμμαχικών δυνάμεων, τον πρόξενο της Αγγλίας και τον άγγλο ναύαρχο, τους οποίους ικετεύει με δάκρυα στα μάτια, να ενδιαφερθούν για τον πληθυσμό αλλά αυτοί του απαντούν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα προτού συνεννοηθούν με τις κυβερνήσεις τους.
Μέσα σε ελάχιστες ημέρες η τραγωδία παίρνει τη φοβερή της μορφή. Χιλιάδες Σμυρνιοί συγκεντρώνονται μπροστά στο Διοικητήριο και ζητούν να τους χορηγηθούν όπλα αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η πρωτεύουσα της Ιωνίας κατακλύζετε από φυγάδες του μετώπου, οι οποίοι πλέον δεν πειθαρχούν σε καμιά αρχή και ζητούν να σωθούν με κάθε μέσον.
Η 25η Αυγούστου βρίσκει τη Σμύρνη σε κατάσταση απερίγραπτης αναρχίας. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Χρυσόστομος δέχεται επίσκεψη του αναχωρούντος αρχιεπισκόπου των καθολικών ο οποίος του λέει ότι του έχει εξασφαλίσει θέση επάνω σε ξένο ατμόπλοιο και τον παρακαλεί να φύγει. «Οι Τούρκοι σεβασμιότατε του λέει δεν θα σας συγχωρήσουν ποτέ τας εθνικάς σας ενεργείας. Φοβούμαι ότι θα διακινδυνεύσετε την ζωή σας αν παραμείνετε στην Σμύρνη. Πρέπει να φύγετε!»
Ατάραχος και ολύμπιος ο Χρυσόστομος απαντά.
«Παράδοσις του Ελληνικού κλήρου αλλά και υποχρέωσις του καλού ποιμένος είναι να παραμένει μαζί με το ποίμνιό του. Αδυνατώ να ακολουθήσω».
Την ίδια απάντηση έδωσε και σε όλους όσους του έκαναν την ίδια πρόταση.
Την νύχτα της 25ης προς την 26ην Αυγούστου οι Σμυρνιοί μαζί με τους πρόσφυγες του εσωτερικού κατέλαβαν όλη την παραλία. Πολλοί πέφτουν στη θάλασσα με την ελπίδα να σωθούν. Από τις τουρκικές συνοικίες ακούγονται πυροβολισμοί που εντείνουν τον πανικό. Έξαλλα τα πλήθη ζητούν καταφύγιο στα σπίτια ευρωπαίων και στις εκκλησίες. Η Αγία Φωτεινή πλημμυρίζει. Ο τουρκικός όχλος πανηγυρίζει. Ώρες κολάσεως. Πυροβολισμοί αντηχούν από παντού. Ακριβώς στις 4:30 τα ξημερώματα της 26ης Αυγούστου κατεβαίνει από το Διοικητήριο η Ελληνική σημαία.
Η ιστορία των εθνικών διεκδικήσεων τελείωσε εκείνη τη στιγμή.
Λίγο αργότερα επελαύνει εν θριάμβω στη Σμύρνη ένα σώμα ατάκτων τσετών. Από μακριά ακούγονται οι ήχοι των πανηγυρισμών και οι αλαλαγμοί των νικητών.
Ο μητροπολίτης παρ ότι γνωρίζει τον κίνδυνο γυρίζει στους δρόμους και μοιράζει γάλα και τρόφιμα στους πρόσφυγες. Το βράδυ επιστρέφει στη μητρόπολη και οργανώνει το συσσίτιο της επόμενης μέρας. Όλη τη νύχτα παραμένει άγρυπνος.
Το πρωί της 27ης Αυγούστου κατευθύνετε στην εκκλησία. Τον ακολουθούν χιλιάδες χριστιανοί. Μπαίνει στο ιερό και προσεύχεται μόνος. Μετά από μερικά λεπτά ανοίγει η ωραία πύλη και εμφανίζεται ευσταθής. Γονατίζει μπροστά στον εσταυρωμένο και λέει:
«η Θεία πρόνοια δοκιμάζει την πίστη μας και το θάρρος μας. Αλλ ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους καλούς χριστιανούς. Θαρρείτε…»
Κατόπιν μοιράζει τρόφιμα και ανεβαίνει στον άμβωνα για να μιλήσει προς το πλήθος, αλλ εκείνη τη στιγμή μπαίνουν στον ναό ένας υπαστυνόμος κι ένας στρατιώτης με εφ όπλου λόγχη.
Με φωνή επιτακτική ο υπαστυνόμος αναγγέλλει στο μητροπολίτη ότι τον ζητεί ο φρούραρχος Σαλή Ζεκή Βέης. Τα πλήθη θρηνούν αλλ ο Χρυσόστομος προσπαθεί να τους καθησυχάσει.
Ο μητροπολίτης οδηγήθηκε μπροστά στον φρούραρχο ο οποίος του υπαγόρευσε το κείμενο μιας προκηρύξεως με την οποία εκαλούντο οι Έλληνες κάτοικοι να παραδώσουν τα όπλα τους και του δηλώνει ότι μπορεί να φύγει.
Έξω ωρύοντο τα πλήθη των νικητών κι ο Χρυσόστομος επιστρέφει στη μητρόπολη με το αυτοκίνητο δύο αμερικανών αξιωματικών που περνούσαν κατά σύμπτωση από εκεί.
Πέρασαν λίγες ώρες φοβερής αγωνίας. Στο μεταξύ μπήκε θριαμβευτικά στη Σμύρνη ο νέος διοικητής ο Νουρεντίν.
Στις 8 το βράδυ εμφανίζεται πάλι στη μητρόπολη ο ίδιος υπαστυνόμος μαζί με 2 οπλισμένους στρατιώτες και παραλαμβάνουν τον μητροπολίτη οδηγώντας τον μπροστά στον Νουρεντίν, ο οποίος μόλις τον βλέπει τον ραπίζει και τον κλειδώνει σε ένα δωμάτιο υπό αυστηρή φρούρηση.
Ο όχλος συγκεντρώνεται διαρκώς έξω από το διοικητήριο. Τα όργανα παίζουν θριαμβευτικά θούρια, οι κραυγές γεμίζουν την ατμόσφαιρα και ο Νουρεντίν βγαίνει στον εξώστη και χαιρετά τα πλήθη. Σε λίγο - όπως αφηγούνται τούρκοι αυτόπτες μάρτυρες της τραγικής εκείνης σκηνής - διατάσει να του παρουσιάσουν τον Χρυσόστομο. Ανοίγει η θύρα του κρατητηρίου και εμφανίζεται ευθυτενής, ακλόνητος, ατάραχος και με ζωηρό το βλέμμα του ο Δεσπότης. Ο Νουρεντίν κάνει ένα νεύμα και ο μητροπολίτης απάγεται. Το πλήθος στο οποίο παρεδόθη, ικανοποίησε τον φανατισμό του. Χιλιάδες χέρια βουτήχτηκαν στις σάρκες του Ιεράρχη. Και τα όργανα εξακολουθούσαν να παίζουν τα θριαμβικά εμβατήρια. Και οι αλαλαγμοί ποιο βροντεροί τώρα, κάλυψαν την ατμόσφαιρα…
Πέθανε σαν αληθινός μάρτυρας. Το τελευταίο του βήμα ήταν ευσταθές. Τα μάτια του αστραφτερά. Η πίστις του ακλόνητη. Τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που αντιμετωπίζει τη ζωή ως ατέλειωτο αγώνα με τέρμα το μαρτύριο και τη θυσία.
Ο Επίσκοπος Σμύρνης Χρυσόστομος, στα τραγικά γεγονότα του 1922 όπως εν συντομία προαναφέρθηκε, παρέμεινε «πιστός άχρι θανάτου» στα καθήκοντά του, ως νέος εθνοϊερομάρτυρας του γένους μας και του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, ο οποίος μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος του πρόσφερε ότι ήταν δυνατόν υπέρ του κινδυνεύοντος από τους Τούρκους, ποιμνίου του. Έτσι, αναδείχθηκε άξιος και αληθινός ποιμένας της του Χριστού Εκκλησίας και αντάξιος μεγάλων ιεραρχών μαρτύρων του Οικουμενικού Πατριαρχείου.