Φωτ:Ο ναός του Οσίoυ Ιωάννη του Ρώσσου στο Προκοπι της Καππαδοκίας
Τη Μεγάλη Εβδομάδα νήστευαν και πήγαιναν κάθε μέρα στην εκκλησία. Τη Μ. Τετάρτη σταματούσαν τις δουλειές των χωραφιών. Τη Μ. Πέμπτη έβαφαν κόκκινα αυγά με κρεμμυδόφλουδες και το βράδυ πήγαιναν στην εκκλησία από ένα αυγό για κάθε μέλος της οικογένειας. Στο Μιστί, έπαιρναν ένα σακούλι όπου έβαζαν αυγά για τα μέλη της οικογένειας και ένα επιπλέον για τους φτωχούς. Επίσης άφηναν τσουρέκι, μέλι, βούτυρο, γιαούρτι, γάλα, και το κουλούρι του Ευαγγελίου (ψωμί με κόκκινο αυγό πάνω) πάνω στο στασίδι και τα έπαιρναν την Ανάσταση.
Στην Ανακού, είχαν ένα μανουάλι για δώδεκα μεγάλα κεριά και όταν ο παπάς έλεγε ένα-ένα τα ευαγγέλια, για κάθε ευαγγέλιο έσβηναν και ένα κερί. Τα κεριά που έμεναν, τα έκοβαν και τα μοίραζε ο παπάς και οι άνθρωποι τα χρησιμοποιούσαν ως φυλακτά. Επίσης, για φυλαχτό έπαιρναν κομματάκι από το σεντόνι του Χριστού. Πολλοί άρρωστοι κοιμόντουσαν αποβραδίς στην εκκλησία για να γιατρευτούν. Στο Μιστί μάλιστα έρχονταν άρρωστοι Τούρκοι από τα γύρω χωριά (Καρατλί, Ζάνζαμα) και ξάπλωναν μπροστά στο ιερό πριν τα δώδεκα ευαγγέλια, για να γίνουν καλά. Άλλοι γεροί πάλι, στέκονταν κοντά στο παγκάρι και παρακολουθούσαν τη λειτουργία. Οι νοικοκυρές ζύμωναν λοχούμια, παξιμάδια με αυτά, γάλα και βούτυρο, αχλάδια, κουλούρια στρογγυλά ή πλεχτά. Πάνω έκαναν σταυρό χαραγμένο ή φτιαγμένο με προζύμι. Ημέρα του μεγαλύτερου πένθους ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ήταν όλα κλειστά, θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία να πιάσει κανείς σφυρί ή καρφί αυτή τη μέρα. Οι γυναίκες στόλιζαν το Επιτάφιο με γκι, ζουμπούλια και σουσάμια (αυτά υπήρχαν εκείνη την εποχή). Όλοι προσκυνούσαν τον επιτάφιο, περνούσαν και τρεις φορές από κάτω για να είναι γεροί. Το βράδυ, ο δάσκαλος με τα παιδιά διάβαζαν τον επιτάφιο θρήνο, έψελναν τα εγκώμια και μετά περιέφεραν τον Επιτάφιο με κατάνυξη στους δρόμους, κρατώντας κεριά αναμμένα ψάλλοντας το «Κύριε ελέησον». Στο Μιστί, στο Γκέλβερι και στην Ανακού, περιέφεραν τον επιτάφιο μόνο στο προαύλιο της εκκλησίας για το φόβο των Τούρκων.
Το Μεγάλο Σάββατο ήταν η μέρα των πεθαμένων. Πήγαιναν στα νεκροταφεία, άναβαν κεριά και καντήλια και έκαναν τρισάγιο. Στην Αξό, ανήμερα της Λαμπρής γινόταν μεγάλη γιορτή των νεκρών. Στο Τσαρικλί Νίγδης γύριζαν και την Ανάσταση στο νεκροταφείο, όπου οι γυναίκες έκλαιγαν. Στο Μιστί, στο τέλος της Σαρακοστής έβγαιναν τα παλικάρια κάθε βράδυ και μάζευαν ξύλα, άχυρα και καύσιμα τα οποία αποθήκευαν τραγουδώντας και σφυρίζοντας μέχρι τη Μ. Πέμπτη. Τη νύχτα του Σαββάτου τα μάζευαν στην πλατεία της γειτονιάς και άναβαν φωτιά. Μαζεύονταν γύρω και γελούσαν, φώναζαν, ώσπου να χτυπήσει η καμπάνα για την Ανάσταση. Συμβόλιζε τη φωτιά που είχαν ανάψει οι Απόστολοι και ζεσταίνονταν όταν ανέκριναν το Χριστό. Το Μ. Σάββατο οι άνδρες έσφαζαν μεγάλα ζώα και οι γυναίκες έφτιαχναν πίτες με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη ή μέλι. Τα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα για τη Λειτουργία. Όλοι με τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησία. Μόλις ο παπάς έλεγε «Χριστός Ανέστη», τσούγκριζαν το αβγό και το έτρωγαν. Με αβγό άνοιγαν τη νηστεία και με αυγό την έκλειναν. Μετά τη λειτουργία της Ανάστασης έπαιρναν αυτά που είχαν αφήσει στην εκκλησία και πήγαιναν το «άγιο φως» στο σπίτι τους. Άναβαν το καντήλι και έτρωγαν σούπα, κρέας, πιλάφι, τυρί, πίτες, καϊμάκι. Την ημέρα της Ανάστασης, νωρίς το απόγευμα, γινόταν η Λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης. Μετά τη δοξολογία έβγαιναν για τη λιτανεία. Περνούσαν από τα κεντρικά σημεία του χωριού και γυρνούσαν στην εκκλησία, όπου διαβάζονταν τα Ευαγγέλια σε επτά γλώσσες. Μετά τη δεύτερη Ανάσταση, άρχιζε ο χορός και το γλέντι που κρατούσε όλη την εβδομάδα της διακαινησίμου. Σε πολλά μέρη γινόταν πανηγύρια στην εξοχή και αγώνες πάλης, δρόμου και λιθαριού.
Στην Ανακού, είχαν ένα μανουάλι για δώδεκα μεγάλα κεριά και όταν ο παπάς έλεγε ένα-ένα τα ευαγγέλια, για κάθε ευαγγέλιο έσβηναν και ένα κερί. Τα κεριά που έμεναν, τα έκοβαν και τα μοίραζε ο παπάς και οι άνθρωποι τα χρησιμοποιούσαν ως φυλακτά. Επίσης, για φυλαχτό έπαιρναν κομματάκι από το σεντόνι του Χριστού. Πολλοί άρρωστοι κοιμόντουσαν αποβραδίς στην εκκλησία για να γιατρευτούν. Στο Μιστί μάλιστα έρχονταν άρρωστοι Τούρκοι από τα γύρω χωριά (Καρατλί, Ζάνζαμα) και ξάπλωναν μπροστά στο ιερό πριν τα δώδεκα ευαγγέλια, για να γίνουν καλά. Άλλοι γεροί πάλι, στέκονταν κοντά στο παγκάρι και παρακολουθούσαν τη λειτουργία. Οι νοικοκυρές ζύμωναν λοχούμια, παξιμάδια με αυτά, γάλα και βούτυρο, αχλάδια, κουλούρια στρογγυλά ή πλεχτά. Πάνω έκαναν σταυρό χαραγμένο ή φτιαγμένο με προζύμι. Ημέρα του μεγαλύτερου πένθους ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ήταν όλα κλειστά, θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία να πιάσει κανείς σφυρί ή καρφί αυτή τη μέρα. Οι γυναίκες στόλιζαν το Επιτάφιο με γκι, ζουμπούλια και σουσάμια (αυτά υπήρχαν εκείνη την εποχή). Όλοι προσκυνούσαν τον επιτάφιο, περνούσαν και τρεις φορές από κάτω για να είναι γεροί. Το βράδυ, ο δάσκαλος με τα παιδιά διάβαζαν τον επιτάφιο θρήνο, έψελναν τα εγκώμια και μετά περιέφεραν τον Επιτάφιο με κατάνυξη στους δρόμους, κρατώντας κεριά αναμμένα ψάλλοντας το «Κύριε ελέησον». Στο Μιστί, στο Γκέλβερι και στην Ανακού, περιέφεραν τον επιτάφιο μόνο στο προαύλιο της εκκλησίας για το φόβο των Τούρκων.
Το Μεγάλο Σάββατο ήταν η μέρα των πεθαμένων. Πήγαιναν στα νεκροταφεία, άναβαν κεριά και καντήλια και έκαναν τρισάγιο. Στην Αξό, ανήμερα της Λαμπρής γινόταν μεγάλη γιορτή των νεκρών. Στο Τσαρικλί Νίγδης γύριζαν και την Ανάσταση στο νεκροταφείο, όπου οι γυναίκες έκλαιγαν. Στο Μιστί, στο τέλος της Σαρακοστής έβγαιναν τα παλικάρια κάθε βράδυ και μάζευαν ξύλα, άχυρα και καύσιμα τα οποία αποθήκευαν τραγουδώντας και σφυρίζοντας μέχρι τη Μ. Πέμπτη. Τη νύχτα του Σαββάτου τα μάζευαν στην πλατεία της γειτονιάς και άναβαν φωτιά. Μαζεύονταν γύρω και γελούσαν, φώναζαν, ώσπου να χτυπήσει η καμπάνα για την Ανάσταση. Συμβόλιζε τη φωτιά που είχαν ανάψει οι Απόστολοι και ζεσταίνονταν όταν ανέκριναν το Χριστό. Το Μ. Σάββατο οι άνδρες έσφαζαν μεγάλα ζώα και οι γυναίκες έφτιαχναν πίτες με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη ή μέλι. Τα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα για τη Λειτουργία. Όλοι με τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησία. Μόλις ο παπάς έλεγε «Χριστός Ανέστη», τσούγκριζαν το αβγό και το έτρωγαν. Με αβγό άνοιγαν τη νηστεία και με αυγό την έκλειναν. Μετά τη λειτουργία της Ανάστασης έπαιρναν αυτά που είχαν αφήσει στην εκκλησία και πήγαιναν το «άγιο φως» στο σπίτι τους. Άναβαν το καντήλι και έτρωγαν σούπα, κρέας, πιλάφι, τυρί, πίτες, καϊμάκι. Την ημέρα της Ανάστασης, νωρίς το απόγευμα, γινόταν η Λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης. Μετά τη δοξολογία έβγαιναν για τη λιτανεία. Περνούσαν από τα κεντρικά σημεία του χωριού και γυρνούσαν στην εκκλησία, όπου διαβάζονταν τα Ευαγγέλια σε επτά γλώσσες. Μετά τη δεύτερη Ανάσταση, άρχιζε ο χορός και το γλέντι που κρατούσε όλη την εβδομάδα της διακαινησίμου. Σε πολλά μέρη γινόταν πανηγύρια στην εξοχή και αγώνες πάλης, δρόμου και λιθαριού.