Αλή Βεράν – η χαράδρα του θανάτου
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Καψή «Χαμένες Πατρίδες»
«Αλή Βεράν – η χαράδρα του θανάτου
Ο Τρικούπης θέλει να προχωρήσει. Σκοπός του είναι το Μπανάζ. Ελπίζει ακόμη να ενωθεί με τον Φράγκου και να οπισθοχωρήσει προς Σμύρνη, υπερασπιζόμενος σπιθαμή προς σπιθαμή τη ποτισμένη μ” αίμα γη. Θέλει να εκτελέσει κατά γράμμα τη διαταγή του αρχιστράτηγου. Θέλει να προχωρήσει, αλλά δεν προφθαίνει. Οι Τούρκοι τον υποχρεώνουν να σταθεί και να δώσει μάχη, να πολεμήσει εκεί που θέλει ο Κεμάλ – μέσα σε μια κοιλάδα, που την περιβάλλουν άγρια βουνά, γεμάτα τουρκικά πυροβόλα. Ο εχθρός έχει συντριπτική υπεροχή. Κι όμως ο Τρικούπης δεν διστάζει να τον αντιμετωπίσει. “Ηταν γενναίος αξιωματικός. Προσπαθεί να εκμεταλλευθεί κάθε πτυχή του εδάφους και διατάζει ν” αναπτυχθούν τα τμήματα στους δίδυμους λόφους Αντά. Στους πρόποδές τους βρίσκεται το Αλή Βεράν…
Είναι τόσο λίγοι οι δικοί μας, ώστε ο Τρικούπης σχηματίζει εφεδρείες με τους γραφείς, τους τηλεφωνητές. Ακόμη και μ” ελαφρά τραυματισμένους. Κι όταν βλέπει, ότι υπάρχουν ακόμη κενά διατάζει μια πυροβολαρχία του να καλύψει το δυτικό τομέα. Ακόμη και τα πυροβόλα μας πολεμούν στις προφυλακές. Όλοι, μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη, αντιλαμβάνονται τη σημασία της μάχης εκείνης. Κι είναι αποφασισμένοι να πληρώσουν ακριβά τη ζωή τους. Στη κρίσιμη όμως στιγμή, στο λατομείο, όπου έχει εγκαταστήσει το στρατηγείο του ο Τρικούπης, φθάνει ασθμαίνων ο ανθυπολοχαγός Καραμάνος Κωνσταντίνος. Συνοδεύεται από τέσσερις Τσολιάδες, και τ” άλογά τους κοντεύουν να σκάσουν, τα πλευρά τους είναι γεμάτα αίματα απ” τ” άγριο σπηρούνισμα. Ο τολμηρός εκείνος ανθυπολοχαγός έχει περάσει μέσα απ” τις τουρκικές γραμμές. Είναι απεσταλμένος του Πλαστήρα. Ο διοικητής του 5/42 δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον οπτικό – έχει βαρειά συννεφιά, ομίχλη. Και διέταξε τον Καραμάνο να φθάσει «πάση θυσία» στον Τρικούπη, ο οποίος, στην επίσημη έκθεσή του γράφει:
«Ότι αποσταλείς σύνδεσμος μου ανέφερε προφορικώς, ότι ύπήρχεν ήμιονική οδός, ήτη έκ τού χώρου τής μάχης εβαίνε προς τήν ύπό τού συνταγματάρχου Πλαστήρα κατεχομένην θέσιν, πρός νύκτα, εάν έπεθύμουν. Δεδομένου, όμως, ότι αί μονάδες εστερούντο τελείως, ου μόνον τροφών, αλλά καί ανεφοδιασμού, αν βεβαίως δέν θά επετύγχανον επί τών κορυφών τών ορέων τού Τουμλού Μπουνάρ, διά τούτο απεφάσισα, εάν ή μάχη εξειλίσσετο ομαλώς, μέχρις επελεύσεως τού σκότους, νά κατευθύνω τά στρατεύματα πρός Μπανάζ, όπου, ώς έκ τής προστασίας τού αποσπάσματος Πλαστήρα επί τού Χασάν Ντεντέ Τεπέ, υπήρχε μεγίστη πιθανότης νά συναντηθώ μετά τών Μεραρχιών 1ης και 7ης…».
Η προσφορά του Πλαστήρα είχε απορριφθεί μ” ελαφρά καρδία. Χωρίς να διστάσει, χωρίς να πολυσκεφθεί, ο Τρικούπης ψιθυρίζει:
- Καλύτερα να πάμε προς Μπανάζ… και γυρίζοντας προς το στρατηγό Διγενή τον ρωτά: Τι λες κι εσύ, Κίμων;
- Κι εγώ συμφωνώ, καλύτερα προς Μπανάζ.
Ο Τρικούπης, με την άρνηση του να οπισθοχωρήσει αμέσως από το Αφιόν είχε υπογράψει τη καταδίκη των ανδρών του. Απορρίπτοντας τη πρόταση του Πλαστήρα, υπέγραψε το διάταγμα της εκτέλεσης τους. Ο τίμιος και γενναίος εκείνος αξιωματικός, μέχρι τελευταία στιγμή, δεν κατόρθωσε ν” αναδειχθεί σε αρχηγό. Έμεινε ένας πειθαρχικός εκτελεστής διαταγών – τίποτε περοσσότερο. Δεν ήταν δική του ευθύνη η σφαγή του Αλή Βεράν. Περισσότερο υπεύθυνοι ήταν εκείνοι, που τον όρισαν ως αντικαταστάτη του υπέροχου Νίδερ. Διαβάζοντας κανείς την έκθεση του, δεν μπορεί να συγκρατήσει το σπαρακτικό παράπονο ενός ολόκληρου λαού: Γιατί ο Τρικούπης να μην ήταν μεγάλος; Γιατί στη θέση του να μην ήταν ο Πάγκαλος, ο Παρασκευόπουλος; Χιλιάδες παλικάρια θα διηγόντουσαν σήμερα τη μεγάλη νίκη στα παιδιά τους – δεν θα ήταν άταφα κουφάρια στη καταραμένη κοιλάδα του Αλή Βεράν.
Πώς να περιγράψει κανείς τη μάχη εκείνη; Παρόμοιά της δεν έχει άλλη η πολυτάραχη Ιστορία μας. Πώς να ζωγραφίσει τα λαμπρά παλικάρια; Δεν ήταν ήρωες οι πολεμιστές του Αλή Βεράν – ημίθεοι, Αίαντες και Ηρακλείς πολεμούσαν στις γραμμές μας. Είναι εκείνοι, που το ζοφερό απομεσήμερο της καταραμένης ημέρας, την ώρα της συμφοράς, τη στιγμή που στα φλογισμένα μέτωπα τους νιώθουν το παγερό χάδι του Χάρου, δεν δειλιάζουν. Ξεδιπλώνουν τις Κυανόλευκες, τραβούν τις ξιφολόγχες κι ορμούν. Η κραυγή «Αέρα!» αντηχεί και πάλι στα φαράγγια της Ασίας. Κακόμοιρες πατρίδες…. Πόσο καιρό είχατε να σκιρτήσετε στο γλυκόλογο αυτό… «Αέρα!»… Χαρήτε το… Θάναι το τελευταίο… Δεν χρειάζονται δάκρυα για τους ημίθεους – οι θνητοί θέλουν και δάκρυα και λειτουργίες. Εκείνοι είναι αθάνατοι. Γι άλλους ας τρέξουν τα δάκρυα… Γι” αυτούς, που και στις υπέροχες τούτες στιγμές δεν μπορούν να ξεκολλήσουν απ” το χώμα. Είναι σκουλήκια που κατέτρωγαν τα σωθικά της περήφανης Στρατιάς. Την ώρα, που οι συνάδελφοι τους πεθαίνουν για να μείνουν αθάνατοι, εκείνοι φεύγουν για να μην υπάρξουν ποτέ. Να γιατί δεν αναφέρονται τα ονόματά τους. “Ηταν λίγοι, αλλά τόσο δειλοί, τόσο μεγάλο το κακό που έκαναν, ώστε αιώνια πρέπει να τους βαραίνει τ” ανάθεμα της Φυλής.
- Γιαλλάχ! Γιαλλάααχ!…
Ήταν απίστευτη η λύσσα των Τούρκων. Επιτίθενται και το πυροβολικό τους ξερνά άφθονο το καυτό σίδερο. Σκαρφαλωμένα στις γύρω πλαγιές τα τουρκικά πυροβόλα, μεταβάλλουν τη κοιλάδα σε Κόλαση. Οι οβίδες σκάζουν η μιά δίπλα στην άλλη κι οι εκρήξεις τους πνίγονται μέσα στις σάρκες των ανδρών μας. Οι Τούρκοι ορμούν, αλλ” οι γενναίοι μας δεν φεύγουν. Εκεί, στην είσοδο της χαράδρας του Αλή Βεράν, έχει γαντζωθεί η 13η Μεραρχία. Οι «Μεμέτηδες» πλησιάζουν δεν τους ρίχνουν. Περιμένουν και, όταν φθάνουν στα 200 μέτρα, τους τσακίζουν. Στη κρίσιμη εκείνη στιγμή κάνουν οικονομία στα πυρομαχικά τους. Αλλά το κόκκινο λεφούσι επιστρέφει σαν το μανιασμένο κύμα της πλημμύρας.
Κι η τιτανομαχία αρχίζει. Κανένας – ναι, είναι αλήθεια – Στρατός του Κόσμου δεν θα μπορούσε να πολεμήσει όπως οι γενναίοι της 13ης. Έχουν γαντζωθεί στα μετερίζια τους, κι δεν φεύγουν. Πώς μπορούσαν ν” αφήσουν την αγαπημένη γη; “ Ηταν τα ίδια εκείνα χώματα, που πριν δυο χρόνια, με τον Κονδύλη, τον Διαλέτη, τον Πλαστήρα, είχαν απελευθερώσει. Πώς θα τ” άφηναν τώρα; Δεν φεύγουν, πολεμούν. Και μαζί τους μάχονται ο Αβράμπος κι ο Τσάκαλος, ο σεμνός εκείνος ήρωας, που γράφει τον επίλογο μιας επικής σταδιοδρομίας.
Στην κρίσιμη στιγμή ένα τάγμα διαλύεται. Δεν φεύγουν οι στρατιώτες μας. Ακολουθούν τον διοικητή τους. Κι είναι το βλέμμα τους γεμάτο απορία: Γιατί; Γιατί έφυγαν; Ίσως για να δώσουν τη θέση τους σ” έναν ήρωα. Ο ταγματάρχης Ματσούκας με μια τρομερή πολεμική κραυγή ξεσηκώνει τα παλικάρια του. Οι Τούρκοι φεύγουν και πάλι. Η μάχη έχει προσλάβει ένα δραματικό μεγαλείο. Δεξιά, ένα άλλο τάγμα κλονίζεται, βρέθηκε ένας ακόμη Έλληνας αξιωματικός να δειλιάσει. Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν τον Δασωμένο Λόφο. Αν μείνουν, το παν έχει χαθεί. Και τότε ξεπροβάλλει καθαρά η ευθύνη αυτών, που προστάτεψαν τους δειλούς. Το τάγμα διαλύεται. Οι άνδρες φεύγουν κι ο πανικός τους απειλεί να μεταδοθεί και στους άλλους. Δεν υπάρχει παρά μία μόνο ελπίδα. Ο ταγματάρχης Βλάχος διατάζεται ν” αναλάβει τη διοίκηση του διαλυθέντος τάγματος. Βιαστικά αποχαιρετά τους ουλαμίτες του: «Παιδιά, το νου σας…», φωνάζει. Κι αρπάζοντας μια σημαία σπεύδει. Οι στρατιώτες του – οι άνδρες της νέας μονάδας του – τρέχουν σαν λαγοί, πανικόβλητοι.
«Πού πάτε, μωρέ;…» βροντοφωνεί ο Τσάκαλος. «Αυτά τα σκυλιά φοβάστε; Εμπρός μαζί μου…»
Ήταν θαυματουργά τα λόγια εκείνα. Οι «λαγοί» μεταβάλλονται σε λιοντάρια. Το «Αέρα» τους είναι ένας τρομακτικός βρυχηθμός. Οι λόγχες ξεκοιλιάζουν τους Τούρκους και τα «Μεμέτια» τρέπονται σε φυγή. Ο Τσάκαλος Διοικεί το 2ο Σύνταγμα ο γενναίος αξιωματικός και κατέχει δύο λόφους, που δέσποζαν της οδού προς Αλή Βεράν – ενός καρόδρομου, ποτισμένου με αίμα. Μαζί με το Δασωμένο Λόφο, οι θέσεις του 2ου Συντάγματος είναι το κλειδί της άμυνας. Στον Τσάκαλο έστειλε η Μοίρα δύο υπέροχα παλληκάρια: τον Τσάμη και τον Ζερβογιάννη. Γρήγορα όμως μετάνοιωσε και του στέλνει κι αυτόν, που θα τον έσερνε στο θάνατο. Είναι ο ταγματάρχης που κιοτεύει. Δειλιάζει και φεύγει και φεύγοντας συμπαρασύρει τους άνδρες του. Αστραψε ο Τσάκαλος. Να φύγει το Σύνταγμα του; Έχει διαταγή να «κρατηθεί επί των θέσεων του μέχρι της νυκτός». Μέχρις ότου το σκοτάδι λυτρώσει τα σακατεμένα τμήματα.
Ο Τσάκαλος βρίσκεται 200 μέτρα μόνο πίσω από τη πρώτη γραμμή. Έχει τη σημαία και μία χούφτα γενναίων – είναι οι εφεδρείες του. Η Γαλανόλευκη ξεδιπλώνεται και πάλι και με το περίστροφο στο χέρι ο Τσάκαλος ορμά. Γύρω όλοι είναι πεσμένοι στη γη. Το τουρκικό πυροβολικό βάλλει με ρυθμό… πολυβόλων. Το καυτό σίδερο έχει ανασκάψει τη κοιλάδα. Οι οβίδες του είναι εγκαιροφλεγείς. Αλλ” ο Τσάκαλος προχωρεί. Οι άνδρες του αναθαρρεύουν κι απωθούν τους Τούρκους. Η νίκη έχει σιμώσει. Και τη στιγμή εκείνη η ζηλόφθονη Μοίρα παίρνει τον Τσάκαλο. Μια εγκαιροφλεγή οβίδα τσακίζει τα πόδια του – τα κόβει σύρριζα από το κορμό. Ο Τσάκαλος πέφτει και στο γκρέμισμα του αντήχησε η καταραμένη κοιλάδα. Με τα χέρια του προσπαθεί να κρατήσει το αίμα, τη ζωή, που του φεύγει. Ζητεί να τον στήσουν σ” ένα μικρό βράχο. Θέλει να παρακολουθεί τους άνδρες του. Κι όταν τους βλέπει να προχωρούν, το πρόσωπο του φωτίζει ένα πονεμένο χαμόγελο. Αλλ” ο θάνατος σκοτεινιάζει γρήγορα το βλέμμα του κι αγωνιά:
- «Πώς πάμε; Πέστε μου, πώςπάμε;»
- «Νικήσαμε… οι Τούρκοι φεύγουν», του λένε, θέλοντας να γλυκάνουν τις τελευταίες του στιγμές.
Τη μάχη τη κέρδισε, έτσι τουλάχιστον, πιστεύει ο γενναίος αξιωματικός. Και στα τελευταία λεπτά της ζωής του αφήνει τη σκέψη να τρέξει πίσω, εκεί πέρα στη ξελογιάστρα Σμύρνη. Πίσω απ” το διοικητήριο, σ” ένα από τα σμυρνέϊκα αρχοντικά, μια κοπέλλα περιμένει τον ερχομό του – είναι η μνηστή του.
- «Να της δώσεις τα πράγματα μου, λέει σ” ένα νεαρό αξιωματικό του. Και πες να μη λυπηθεί. Πεθαίνω ευχαριστημένος…»
Γιάννης Καψής – Χαμένες Πατρίδες, 1962